κοπροφάγος — dung eating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπροφάγον — κοπροφάγος dung eating masc/fem acc sg κοπροφάγος dung eating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπροφάγα — κοπροφάγος dung eating neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπροφάγοι — κοπροφάγος dung eating masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπροφάγου — κοπροφάγος dung eating masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπροφάγων — κοπροφάγος dung eating masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπροβόρος — α, ο (Α κοπροβόρος, ον) (για έντομα ή πτηνά) αυτός που συνήθως τρώγει κόπρο, κοπροφάγος (α. «ἔποψ κοπροβόρος» β. «μυῑαι κοπροβόροι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, σαρκο βόρος] … Dictionary of Greek
κοπροφαγώ — κοπροφαγῶ, έω (Α) [κοπροφάγος] τρώγω κόπρανα … Dictionary of Greek
κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… … Dictionary of Greek
σκαραβαίος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται κοινά πολλά κολεόπτερα έντομα, που θα έπρεπε να περιορίζεται μόνο στους εκπρόσωπους της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Στο παρελθόν, τα έντομα που χαρακτηρίζονταν από τα ελάσματα με τα οποία είναι προικισμένα τα… … Dictionary of Greek