κοπροφάγος

κοπροφάγος
-ο (ΑM κοπροφάγος, -ον)
1. αυτός που τρώγει κόπρανα, περιττώματα
2. (για έντομα και ζώα) αυτός που τρέφεται με κοπριά, που συνηθισμένη τροφή του είναι η κοπριά
νεοελλ.
1. ιατρ. άτομο που επιδίδεται στην κοπροφαγία
2. φρ. «κοπροφάγα έντομα»
ζωολ. ομάδα κολεόπτερων εντόμων, λεπιδοκέρων, που ζουν στην κόπρο και γενικά στα απεκκρίματα τών χορτοφάγων θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -φάγος (< θ. φαγ- τού -φαγ-ον), πρβλ. σαρκο-φάγος, φυτο-φάγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοπροφάγος — dung eating masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπροφάγον — κοπροφάγος dung eating masc/fem acc sg κοπροφάγος dung eating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπροφάγα — κοπροφάγος dung eating neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπροφάγοι — κοπροφάγος dung eating masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπροφάγου — κοπροφάγος dung eating masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπροφάγων — κοπροφάγος dung eating masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπροβόρος — α, ο (Α κοπροβόρος, ον) (για έντομα ή πτηνά) αυτός που συνήθως τρώγει κόπρο, κοπροφάγος (α. «ἔποψ κοπροβόρος» β. «μυῑαι κοπροβόροι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, σαρκο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • κοπροφαγώ — κοπροφαγῶ, έω (Α) [κοπροφάγος] τρώγω κόπρανα …   Dictionary of Greek

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

  • σκαραβαίος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται κοινά πολλά κολεόπτερα έντομα, που θα έπρεπε να περιορίζεται μόνο στους εκπρόσωπους της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Στο παρελθόν, τα έντομα που χαρακτηρίζονταν από τα ελάσματα με τα οποία είναι προικισμένα τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”